- συρράπτω
- συρράπτω, συνέρραψα, (να συρράψω) βλ. πίν. 11
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συρράπτω — sew pres subj act 1st sg συρράπτω sew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… … Dictionary of Greek
συνερραμμένα — συρράπτω sew perf part mp neut nom/voc/acc pl συνερραμμένᾱ , συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc/acc dual συνερραμμένᾱ , συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερράφη — συρράπτω sew plup ind act 3rd sg (doric aeolic) συρράπτω sew plup ind act 1st sg συρράπτω sew aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέρραφεν — συρράπτω sew plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) συρράπτω sew perf ind act 3rd sg συρράπτω sew aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράπτετε — συρράπτω sew pres imperat act 2nd pl συρράπτω sew pres ind act 2nd pl συρράπτω sew imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρράψει — συρράπτω sew aor subj act 3rd sg (epic) συρράπτω sew fut ind mid 2nd sg συρράπτω sew fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνέρραπτον — συρράπτω sew imperf ind act 3rd pl συρράπτω sew imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρράψαι — συρράπτω sew aor inf act ξυρράψαῑ , συρράπτω sew aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερραμμέναι — συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc pl συνερραμμένᾱͅ , συρράπτω sew perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)